ψυχομετρία

ψυχομετρία
η психометрия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ψυχομετρία" в других словарях:

  • ψυχομετρία — Κλάδος της ψυχολογίας, που έχει ως αντικείμενο τη μαθηματική μέτρηση των ψυχικών φαινομένων. Η επιστήμη αυτή, που διαμορφώθηκε από τον φιλόσοφο και μαθηματικό Κ. Βολφ στις αρχές του 18ου αι., μόνο σε νεότερη εποχή βρήκε την πρακτική εφαρμογή της… …   Dictionary of Greek

  • ψυχομετρικός — ή, όν, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχομετρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ψυχολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχολογία («ψυχολογική έρευνα») 2. ψυχικός («ψυχολογική κατάσταση») 3. φρ. α) «ψυχολογικές δοκιμασίες και μετρήσεις» (ψυχολ.) η ψυχομετρία β) «ψυχολογική βία» βλ. βία γ) «ψυχολογική σχολή» (οικον.)… …   Dictionary of Greek

  • Θέρστοουν, Λούις Λέον — (Louis Leon Thurstone, 1887 – 1955). Αμερικανός ψυχομέτρης. Έλαβε το πτυχίο του ηλεκτρολόγου μηχανικού από το πανεπιστήμιο Κορνέλ, το 1912, και προσελήφθη αμέσως μετά από τον Τόμας Έντισον ως βοηθός του. Βελτίωσε την κινηματογραφική κάμερα και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»